- παράξενοι
- παράξενοςhalf-foreignmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράξενος — η, ο / παράξενος, ον, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Νταρίο, Ρουμπέν — (Ruben Dario, Μετάπα 1867 – Λεόν 1916). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Νικαραγουανού ποιητή Felix Ruben Garcia Sasmiento. Κυριότερος εκπρόσωπος του ισπανο αμερικανικού και ισπανικού μοντερνισμού έως το 1885 έζησε στη χώρα του, όπου είχε γίνει γνωστός… … Dictionary of Greek
Σατί, Ερίκ — (Satie). Γάλλος συνθέτης (Ονφλέρ, Νορμανδία 1866 Παρίσι 1925). Αφού σπούδασε στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού γράφτηκε σε ηλικία σαράντα ετών, στη Schola can torum, όπου σπούδασε με τους Ρουσέλ και Ντ’ Εντύ. Συγγενεύοντας με τις νέες γαλλικές… … Dictionary of Greek